- παρνάσ(σ)ιος
- -α, -ον / παρνάσ(σ)ιος, -ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοιοι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού.
Dictionary of Greek. 2013.